- γυψῶδες
- γυψώδηςchalkymasc/fem voc sgγυψώδηςchalkyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… … Dictionary of Greek
Γαλιλαία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της δυτικής Ασίας, στο σημερινό βόρειο Ισραήλ. Ορίζεται στα Β από τον ποταμό Λιτάνι (τον αρχαίο Λιτά), στα Α από τον Ιορδάνη και τη λίμνη της Τιβεριάδας, στα Δ από την πεδιάδα της ακτής της Μεσογείου και στα Ν από μια… … Dictionary of Greek